Θὰ παραθέσω δύο μόνο μαρτυρίες ἐπιφανῶν Ἁγίων, Πατέρων, Διδασκάλων καὶ Ὁμολογητῶν, γιὰ νὰ φανεῖ ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ποιοί φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὥστε οἱ μὲν αἱρετίζοντες Οἰκουμενισταὶ νὰ κλείσουν τὰ ἀπύλωτά τους στόματα καὶ τὴν τρομοκράτηση τῶν ἀγνοούντων μὲ τὸ φόβητρο τοῦ σχίσματος, οἱ δὲ ἡμέτεροι ὀπαδοὶ τῆς σιγῆς καὶ τοῦ ἐφησυχασμοῦ νὰ σκεφθοῦν καλύτερα καὶ νὰ ἐνεργήσουν τολμηρότερα καὶ πατερικώτερα, νὰ φοβοῦνται ὄχι τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς τὸν 7ο αἰώνα, ἁπλὸς
μοναχός, ἀλλὰ λόγῳ τῆς τεράστιας μόρφωσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ ὑπεροχώτερος
καὶ ὑψηλότερος πολλῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων[2], ἐσήκωσε
σχεδὸν μόνος τὸ βάρος τῆς ἀντίδρασης ἀπέναντι στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἡ
ὁποία εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ πατριαρχεῖα, γιὰ κάποιο διάστημα καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς
Ρώμης, ὅπως τώρα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει καταλάβει τὴν πλειονότητα τῶν
τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ συνοδική του κατοχύρωση στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀκόμη
καὶ οἱ αὐτοκράτορες εἶχαν πεισθῆ ὅτι γιὰ νὰ ἐπικρατήσει εἰρήνη καὶ ἑνότητα καὶ
στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ κράτος ἔπρεπε νὰ παύσει νὰ ἀντιδρᾶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, τὴν
θεολογικὴ γραμμὴ τοῦ ὁποίου ἀκολουθοῦσε μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
πληρώματος. Ἔπρεπε εἴτε μὲ τὴν πειθὼ εἴτε μὲ τὴν βία νὰ δεχθεῖ τὸ συμβιβαστικὸ
καὶ διπλωματικὸ κείμενο τοῦ «Τύπου», ὅπως ὀνομάσθηκε τὸ ἔγγραφο ποὺ ἑτοίμασαν οἱ
θεολόγοι τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´, ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου, στὶς αὐλὲς τῶν ἀνακτόρων
καὶ τοῦ Πατριαρχείου, σὰν τὰ διπλωματικὰ κείμενα ποὺ ἑτοίμασε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς
Κρήτης, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε τώρα ὄχι μὲ μία αἵρεση ἀλλὰ συλλήβδην μὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς.
Οἱ ἐπίσκοποι τῆς τότε διπλωματικῆς θεολογίας σταλμένοι ἀπὸ τὸν πατριάρχη στὸν
τόπο φυλακίσεως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐκφοβίσουν ὅτι μὲ τὴν ἄκαμπτη
καὶ ἀνυποχώρητη στάση του ἀπέναντι σὲ ὅ,τι ἀποφάσισαν ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες,
μὲ τὴν διακοπὴ κοινωνίας, βγάζει τὸν ἑαυτό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας, φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ διαχρονικὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου
Θεολόγου καὶ Ὁμολογητοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι
τὴν διοικοῦν, οἱ πατριάρχες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ σωτήρια
ὁμολογία τῆς πίστεως. Τὶς συνόδους δὲν τὶς νομιμοποιεῖ ὁ συγκαλῶν καὶ οἱ
συγκαλούμενοι, ἀλλά «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης». Παραθέτουμε τὸ ἡρωϊκὸ ὁμολογητικὸ
κείμενο: «Ἔφασκον δ᾽ οἱ ἀφιγμένοι πρὸς τοῦ πατριάρχου ἐστάλθαι· οἳ καὶ ταῦτα, ὡς
εἶχον, προὔτειναν τῷ ἁγίῳ· “Ποίας εἶ, φασίν, ὦ οὗτος, Ἐκκλησίας;”. Αὐτοῖς γὰρ
τοῖς ἐκείνων χρήσομαι ρήμασι· “Βυζαντίου, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων;
Ἰδοὺ πᾶσαι μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὰς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἶ τοίνυν εἶ τῆς Καθολικῆς καὶ
αὐτὸς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδὸν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ἅπερ οὐ
προσδοκᾶς”. Πρὸς οὓς ὁ μακάριος πῶς ἂν εἴποις ἐπικαίρως καὶ συνετῶς ἀποκρίνεται:
“Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς πίστεως ὁμολογίαν, ὁ Κύριος εἶναι
εἰπών, ἐπὶ τούτῳ καὶ Πέτρον καλῶς ὁμολογήσαντα, ἐμακάρισεν”»[3]. Σὲ ἄλλο
σημεῖο τῆς ἀνακρίσεως, λόγου γενομένου περὶ συνόδων καὶ περὶ τῆς κανονικῆς ἢ μὴ
κανονικῆς συγκλήσεώς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔθεσε τὸ οὐσιαστικὸ κριτήριο γιὰ νὰ
θεωρηθεῖ μία σύνοδος ὀρθόδοξη. Εἶπε ὅτι ὁ εὐσεβὴς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ἅγιες
καὶ ἔγκυρες συνόδους ἐκεῖνες ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων:
«Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανὼν ἃς ὀρθότης
δογμάτων ἔκρινεν»[4].
Στὴν κατηγορία ὅτι μὲ τὴ στάση του προκαλεῖ σχίσμα, ὅπως κατηγοροῦν καὶ ἐμᾶς
τώρα, ὅσους ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀπήντησε λέγοντας μὲ ἐρωτηματικὸ
λόγο: «Ἂν αὐτὸς ποὺ λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες σχίζει τὴν Ἐκκλησία,
τί θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι διαπράττει εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸς ποὺ ἀναιρεῖ τὰ
δόγματα τῶν Ἁγίων, ἄνευ τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία;»[5].
Στὴν ἴδια
γραμμὴ βαδίζει μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες, τὸν 14ο αἰώνα, ὁ μεγάλος Ἡσυχαστὴς καὶ Ὁμολογητής,
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος
θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας. Μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμούς, χωρὶς τὶς
φράγκικες δυτικὲς ψευτοευγένειες, ἐπικρίνει ὡς ψεύτη τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο,
ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἕνα γράμμα πρὸς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὅπου ἐπιβεβαίωνε τὴν
ἀντίθεσή του πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, γεμᾶτο ἀπὸ ἀνακρίβειες καὶ ψεύδη.
Στὸ γράμμα του ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἔγραφε
ὅτι ἐπιστρέφει στὴν ἐκκλησία του, στὴν Ἀντιόχεια, τὴν ὁποία ἔλαβε ὡς κλῆρο μὲ τὴ
Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως νομίζουν καὶ ἰσχυρίζονται καὶ σήμερα ὅσοι καταλαμβάνουν ἐπισκοπικούς,
ἀρχιεπισκοπικοὺς καὶ πατριαρχικοὺς θρόνους. Ἔγραφε: «Ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν
εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ Χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Θυμωμένος ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὶς ἐναντίον του ἀβάσιμες
καὶ ἀθεολόγητες κατηγορίες, διερωτᾶται κατ᾽ ἀρχὴν ποιά σχέση, ποιά μερίδα στὴν Ἐκκλησία,
ποιά διαδοχὴ καὶ κληρονομιὰ στὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτός «ὁ
συνήγορος τοῦ ψεύδους», διαδοχὴ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς
ἀληθείας», καὶ ποὺ διαμένει διηνεκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη σταθερὰ
πάνω σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια. Ἀποφθεγμα-τικὰ λέγει στὸν αἱρετίζοντα
πατριάρχη ὅτι εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς
Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι
δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Διαψεύδουν λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς
τους, λέγουν ψέμματα, ὅσοι ἀποκαλοῦν τοὺς ἑαυτούς των καὶ ἀλληλοεπικαλοῦνται
ποιμένες καὶ ἀρχιποιμένες, ὅταν δὲν ὀρθοδοξοῦν. Γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν
λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τὰ πρόσωπα ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως: «Μηδὲ
γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως
χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»[6].
Δὲν εἶναι
παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ ἡ παρρησία, ἡ τόλμη, ἡ σταθερὴ καὶ ἀνυποχώρητη
στάση ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, καὶ ἑνὸς ἁπλοῦ παπᾶ, τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρὶν γίνει μητροπολίτης Θεσσαλονί-κης, ἀπέναντι στὴν
πανίσχυρη ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία; Ἀμφέβαλλαν καθόλου γιὰ τὸ ποῦ
βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ποιὸς φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλη-σία καὶ ποιὸς προκαλεῖ
σχίσματα; Δὲν ἐπίστευαν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ
νὰ ἐκφράσει, νὰ ἐκπροσωπήσει ἀκόμη καὶ ἕνας μοναχός, ἀκόμη καὶ ἕνας παπᾶς, ὅταν
ἐκφράζουν καὶ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἀλήθεια;
5.
Σταθερή, συνεπὴς καὶ ἀξιόπιστη ἡ θέση τῶν ἀγωνιζομένων
Ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀναβολὴ ἐπὶ μερικὰ ἔτη τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, μὲ στόχο τὴν ἐνημέρωση τῶν ἀκατήχητων καὶ ἀγνοούντων Ὀρθοδόξων πιστῶν, δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἀκυρώσουμε τὴν ἀκρίβεια αὐτῶν ποὺ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες διδάσκουν. Ἤδη στὰ Πορίσματα τοῦ μεγάλου Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ
Συνεδρίου ποὺ ὀργάνωσαν στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 2004 τό «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ
Κοινωνικῆς Θεολογίας», τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. καὶ ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων
Σπουδῶν» γράφαμε:
«Νὰ
διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξα-κολουθήσουν
νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενι-σμοῦ,
διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονι-κὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς
δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινω-νησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ
τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ
τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ σχίσματος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας,
ὅπως τὸ ἔπραξαν παλαιοὶ Πατέρες, ἀλλὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας ὁμολογηταὶ ἐπίσκοποι,
μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ γεραρὸς καὶ σεβαστὸς μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος,
καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος»[7].
Καὶ στὴν
ἱστορική «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» ποὺ συνετά-γη καὶ ἐκυκλοφορήθη
τὸ 2009 ἀπὸ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μο-ναχῶν», ὑπογραφεῖσα ἀπὸ
πλειάδα ἀρχιερέων, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες πιστῶν
γράψαμε:
«Αὐτὴν
τὴν παναίρεση (=τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) ἔχουν ἀποδεχθῆ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων πολλοὶ
πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Τὴν
διδάσκουν “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ”, τὴν ἐφαρμόζουν καὶ τὴν ἐπιβάλλουν στὴν πράξη
κοινωνοῦντες παντοιοτρόπως μὲ τοὺς αἱρετικούς, μὲ συμπροσευχές, ἀνταλλαγὲς ἐπισκέψεων,
ποιμαντικὲς συνεργασίες, θέτοντες οὐσιαστικῶς
ἑαυ-τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἡ στάση μας ἐκ τῶν συνοδικῶν κανονικῶν ἀποφάσεων
καὶ ἐκ τοῦ παραδείγματος τῶν Ἁγίων εἶναι προφανής. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ἀναλάβει
τὶς εὐθύνες του»[8].
6. Ἀντὶ τοῦ «ἀποτείχιση» καλύτερα νὰ
χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο «διακοπὴ μνημοσύνου»
Ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ ὅρος «ἀποτείχιση», ἐνῶ εἶναι ὀρθὸς καὶ κανονικός, δημιουργεῖ παρεξηγήσεις καὶ δίνει λαβὴ στοὺς κακοπροαίρετους νὰ τοῦ δίνουν ἐννοιολογικὲς προεκτάσεις τὶς ὁποῖες δὲν ἔχει. Πάντως καὶ μέσα στὸν κανόνα τὸ ἐννοιολογικὸ κύριο
βάρος πέφτει στὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας, τοῦ μνημοσύνου, ποὺ εἶναι περιορισμένη
καὶ ξεκάθαρη ἐννοιολογικὰ καὶ δὲν ἐπιτρέπει παρερμη-νεῖες καὶ προεκτάσεις. Ἡ ἔννοια
τοῦ τείχους ἐπιτρέπει π.χ. στοὺς οἰκουμενιστὰς νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὑψώνεται τεῖχος
ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ, ὅπως δείξαμε, τὸ τεῖχος ὑψώνεται γιὰ νὰ μᾶς
χωρίσει ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς ψευδεπισκόπους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἀποτείχιση»
δὲν ἀπαντᾶται σὲ θεολογικὰ λεξικὰ καὶ πίνακες ἐννοιῶν στὰ σχετικὰ θεολογικὰ καὶ
νομοκανονικὰ ἔργα. Εἶναι σχετικῶς νεώτερη ἡ χρήση του, καὶ πρέπει ἀντὶ αὐτοῦ νὰ
χρησιμο-ποιεῖται ὁ ὅρος «Διακοπὴ κοινωνίας» καὶ καλύτερα «Διακοπὴ μνημοσύνου».
Στὸ Ἅγιον Ὄρος μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημο-σύνου
ὅσων ἐδέχθησαν τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἡ διάκριση δὲν γινόταν μεταξὺ «ἀποτειχισμένων»
καί «μὴ ἀποτειχισμένων» ἀλλὰ μεταξὺ «μὴ μνημονευόντων» καί «μνημονευόντων». Τό
«μνημονεύοντες» καὶ «μὴ μνημονεύοντες» ταιριάζει καὶ σήμερα καὶ δυσκολεύει ὅσους
θέλουν νὰ παρουσιάσουν τοὺς «μὴ μνημονεύ-οντες» ὡς σχισματικούς, διότι αὐτοὶ δὲν
προβαίνουν σὲ καμμία σχισματικὴ ἐνέργεια, ἁπλῶς δὲν μνημονεύουν τοὺς αἱρετικοὺς
ἢ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου